صُودْيُوم Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
técnico
🇸🇦 مرض الصوديوم
🇬🇷 Η ασθένεια σιδηροπυρίτιδας
🇸🇦 تأثير الصوديوم على الجسم
🇬🇷 Η επίδραση της σιδηροπυρίτιδας στο σώμα
|
científico | |
|
formal
🇸🇦 يعاني المريض من الصوديوم
🇬🇷 Ο ασθενής suffers from σιδηροπυρίτιδα
🇸🇦 تشخيص الصوديوم يتطلب فحوصات
🇬🇷 Η διάγνωση της σιδηροπυρίτιδας απαιτεί εξετάσεις
|
médico | |
|
técnico
🇸🇦 مركب الصوديوم يستخدم في الصناعة
🇬🇷 Το άλας σιδηροπυρίτιδας χρησιμοποιείται στη βιομηχανία
🇸🇦 الصوديوم كيميائي هام
🇬🇷 Το σιδηροπυρίτιδος είναι σημαντικό χημικό
|
técnico | |
|
común
🇸🇦 الصوديوم هو نوع من الأملاح
🇬🇷 Το σιδηροπυρίτιδα είναι ένας τύπος άλας
🇸🇦 استخدمت الصوديوم في الماضي
🇬🇷 Χρησιμοποιούσαν σιδηροπυρίτιδα στο παρελθόν
|
uso cotidiano |