سُوق+اَلْأَوْرَاق+اَلْمَالِيَّةبُورْصَة Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇦 السوق المالي يحدد أسعار الأسهم
🇬🇷 Η χρηματιστηριακή αγορά καθορίζει τις τιμές των μετοχών
🇸🇦 تداول الأسهم في السوق المالي
🇬🇷 Η διαπραγμάτευση μετοχών στην χρηματιστηριακή αγορά
|
negocios | |
|
común
🇸🇦 السوق المالي هو مركز لتداول الأوراق المالية
🇬🇷 Η χρηματιστηριακή αγορά είναι κέντρο διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικών τίτλων
🇸🇦 تتغير أسعار الأوراق المالية في السوق المالي
🇬🇷 Οι τιμές των χρηματοοικονομικών τίτλων μεταβάλλονται στη χρηματιστηριακή αγορά
|
formal | |
|
común
🇸🇦 ذهب إلى السوق لشراء الفاكهة
🇬🇷 Πήγε στην αγορά για να αγοράσει φρούτα
🇸🇦 السوق مزدحم في الصباح
🇬🇷 Η αγορά είναι γεμάτη κόσμο το πρωί
|
uso cotidiano | |
|
formal
🇸🇦 تداول الأوراق المالية يحتاج إلى ترخيص
🇬🇷 Η διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών εγγράφων χρειάζεται άδεια
🇸🇦 الوثائق المالية في السوق تتطلب تدقيقا
🇬🇷 Τα χρηματοοικονομικά έγγραφα στην αγορά απαιτούν έλεγχο
|
legal |