دُعْسُوقَة Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇦 دخلت إلى الدُعْسُوقَة لشراء بعض الأدوية.
🇬🇷 Μπήκα στη μπουκιά για να αγοράσω μερικά φάρμακα.
🇸🇦 توقف عند الدُعْسُوقَة للتفتيش عن شيء مفقود.
🇬🇷 Στάθηκε στη μπουκιά για να ελέγξει κάτι που είχε χάσει.
|
uso cotidiano | |
|
técnico
🇸🇦 يستخدم الدُعْسُوقَة في شبكات الصرف الصحي.
🇬🇷 Το δούσουκα χρησιμοποιείται σε δίκτυα αποχέτευσης.
🇸🇦 تحتاج إلى تنظيف الدُعْسُوقَة للحفاظ على تدفق المياه.
🇬🇷 Πρέπει να καθαρίσεις το δούσουκα για να διατηρήσεις τη ροή των υδάτων.
|
técnico | |
|
formal
🇸🇦 تم إغلاق الدُعْسُوقَة على الحدود.
🇬🇷 Το σημείο ελέγχου στην μεθόριο έκλεισε.
🇸🇦 انتظر عند الدُعْسُوقَة للتفتيش الأمني.
🇬🇷 Περίμενε στη σημείο ελέγχου για αστυνομικό έλεγχο.
|
formal | |
|
raro
🇸🇦 في القصص القديمة، يُذكر الدُعْسُوقَة كمكان غامض.
🇬🇷 Στα παλιά παραμύθια, αναφέρεται το δούσουκα ως μυστηριώδης τόπος.
🇸🇦 تجولت عبر الدُعْسُوقَة في خيالي، مستوحياً من الأساطير.
🇬🇷 Περιπλανήθηκα στη δούσουκα στη φαντασία μου, εμπνευσμένος από τους μύθους.
|
literario |