بَهْجَة Griego
4 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇦 لقد شعرت ببهجة كبيرة عند سماع الأخبار
🇬🇷 Ένιωσα μεγάλη χαρά όταν άκουσα τα νέα
🇸🇦 كانت البهجة واضحة على وجهها
🇬🇷 Η χαρά ήταν εμφανής στο πρόσωπό της
|
uso cotidiano | |
|
común
🇸🇦 البحث عن البهجة الحقيقية في الحياة
🇬🇷 Η αναζήτηση της πραγματικής ευτυχίας στη ζωή
🇸🇦 كانت لحظة من البهجة والسرور
🇬🇷 Ήταν μια στιγμή ευτυχίας και χαράς
|
formal | |
|
raro
🇸🇦 في النص، يُوصف البهجة بأنها عذوبة الروح
🇬🇷 Στο κείμενο, η ευφροσύνη περιγράφεται ως γλυκύτητα της ψυχής
🇸🇦 كانت تتنفس ببهجة وطيبة
🇬🇷 Ανασάμενη με ευφροσύνη και ευγένεια
|
literario | |
|
raro
🇸🇦 البهجة القانونية تنطوي على استثناءات معينة
🇬🇷 Η νομική εξαίρεση περιλαμβάνει ορισμένες εξαιρέσεις
🇸🇦 تمت الموافقة على البهجة القانونية للصفقة
🇬🇷 Εγκρίθηκε η νομική εξαίρεση της συμφωνίας
|
legal |