أَسْمَرسُمْر Griego
0 traducciones
| Traducción | Contexto | Audio |
|---|---|---|
|
común
🇸🇦 أَسْمَرسُمْر على رأسه
🇬🇷 Φοράει ένα σκουφί στο κεφάλι του
🇸🇦 أَسْمَرسُمْر في الشتاء
🇬🇷 Το σκουφί του χειμώνα
|
uso cotidiano | |
|
común
🇸🇦 أَسْمَرسُمْر على رأسه
🇬🇷 Φοράει ένα καπέλο στο κεφάλι του
🇸🇦 أَسْمَرسُمْر في المناسبات
🇬🇷 Σε επίσημες περιστάσεις φοράει καπέλο
|
formal | |
|
informal
🇸🇦 أَسْمَرسُمْر من القماش
🇬🇷 Ένα σακί από ύφασμα
🇸🇦 أَسْمَرسُمْر على الظهر
🇬🇷 Φοράει σακί στην πλάτη του
|
coloquial | |
|
raro
🇸🇦 أَسْمَرسُمْر ضد المطر
🇬🇷 Αδιάβροχο κατά της βροχής
🇸🇦 أَسْمَرسُمْر مصنوع من مواد مقاومة
🇬🇷 Αδιάβροχο κατασκευασμένο από ανθεκτικά υλικά
|
técnico |